ἐμπολιορκηθείς

ἐμπολιορκηθείς
ἐμπολιορκέω
besiege in
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπολιορκώ — ἐμπολιορκῶ ( έω) (Α) πολιορκώ μέσα σ έναν τόπο (α. «ἐνισχύσας πόλιν ἐμπολιορκῆσαι», ΠΔ Σοφ. Σειράχ β. «ἐμπολιορκηθεὶς ὑπὸ Κασσίου», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”